eficaz
Spanish > Greek
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἄρτιος, διαπληκτικός, δραστικός, βοηθητικός, ἐμπρακτικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, ἀνύσιμος, ἀκτικός, δυναμικός, δυνατός, ἐνεργής, διατατικός
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἄρτιος, διαπληκτικός, δραστικός, βοηθητικός, ἐμπρακτικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, ἀνύσιμος, ἀκτικός, δυναμικός, δυνατός, ἐνεργής, διατατικός