fervour

English > Greek (Woodhouse)

substantive

heat: P. and V. καῦμα, τό, θάλπος. τό (Xen.), P. θερμότης, ἡ.

zeal: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.

vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.