forge
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
make by forging: P. and V. χαλκεύειν, Ar. and V. ἐπιχαλκεύειν (Aesch., Fragment).
forge iron: V. μυδροκτυπεῖν (absol).
forging iron: use adj. V. μυδροκτύπος.
counterfeit: P. and V. πλάσσει (or mid ), P. συμπλάσσειν, παραποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, συσκευάζειν.
forge (money): Ar. and P. κιβδηλεύειν.
verb intransitive
forge ahead: P. and V. προβαίνειν, P. προέρχεσθαι.
substantive
the natives think that Hephaestus has his forge in Hiera: P. νομίζουσιν οἱ ἐκείνῃ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ἱερᾷ ὡς ὁ Ἥφαιστος χαλκεύει (Thuc. 3, 88).