garment

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. ἐσθής, ἡ, ἐσθήματα, τά, σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plato), V. εἷμα, τό, στολμός. ὁ, στόλισμα, τό, ἀμφίεσμα, τό, ἀμφιβλήματα, τά, Ar. and V. πέπλος. ὁ, πέπλωμα, τό.

garment of: V. ἔνδυτον, τό (gen.).