happen
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. τυγχάνειν, συντυγχάνειν, συμβαίνειν, γίγνομαι, γίγνεσθαι, συμπίπτειν, παραπίπτειν, ἐκβαίνειν, V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.
happen (to do a thing): P. and V. τυγχάνειν (part.), V. κυρεῖν (part.).
happen to, befal: P. and V. καταλαμβάνειν, προσπίπτειν (dat.), παραπίπτειν (dat.), V. τυγχάνειν (dat.), κυρεῖν (dat.), Of misfortunes also, V. προσπέτεσθαι (absol. or dat.).