hide
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. στέγειν, συγκαλύπτειν (rare P.), κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν, συναμπέχειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι.
easy to hide, adj.: V. εὔκρυπτος.
hide oneself: Ar. and P. ἀποκρύπτεσθαι (pass.).
hide (a thing from a person): P. and V. κρύπτειν (τί τινα), P. ἀποκρύπτεσθαι (τί τινα).
help in hiding: V. συνεκκλέπτειν (acc.).
verb intransitive
be in hiding: P. and V. κρύπτεσθαι (pass.).
lie hid: V. κεύθειν, κεκευθέναι (perf. infin.), Ar. and P. καταδεδυκέναι (perf. of καταδύειν).
hide under the bed: P. ὑποδύεσθαι ὑπὸ κλίνην.
substantive
skin: P. and V. δορά, ἡ (Plato), δέρμα, τό, βύρσα, ἡ, V. δέρος, τό, δέρας, τό, ῥινός, ἡ (Euripides, Rhesus).
undressed hides: P. δέρρεις, αἱ.
dressed hides: P. and V. διφθέραι, αἱ (Euripides, Fragment).
shield of hide: Ar. ῥινός, ἡ.
cover with hides: P. καταβυρσοῦν (acc.).
made of seven-fold hide, adj.: V. ἑπτάβοιος, Ar. ἑπταβόειος.