impedimento
Spanish > Greek
ἐγκοπή, τὸ ἐμποδίζον, ἐμποδών, διάφραξις, τὸ ἐμποδοῦν, εἱργμός, ἀποκώλυσις, ἐγκωπή, ἐναντίωμα, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἔνστημα, διακώλυσις, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον
ἐγκοπή, τὸ ἐμποδίζον, ἐμποδών, διάφραξις, τὸ ἐμποδοῦν, εἱργμός, ἀποκώλυσις, ἐγκωπή, ἐναντίωμα, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἔνστημα, διακώλυσις, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον