ἐμπόδιον

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

English (Woodhouse)

check, hindrance, preventive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Spanish

obstáculo, impedimento, traba

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόδιον: τό Plat., Plut. = ἐμποδίζον.

Greek Monolingual

εμπόδιο και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια»)
2. «δέσιμο», κατάδεσμος («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν διὰ νὰ χαλάσουν τὰ ἐμπόδια αὐτῶν», Νομοκ.)
νεοελλ.
1. φυσικό ή τεχνητό κώλυμα που δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη τη διάβαση ή προσπέλαση (π.χ. ποταμός)
2. φρ. «δρόμος μετ' εμποδίων» — αγώνισμα δρόμου στο οποίο παρεμβάλλονται για υπερπήδηση διάφορα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στα πόδια κάποιου
2. αυτός που παρεμβάλλεται και εμποδίζει
3. αυτός που τον συναντά κάποιος στον δρόμο.

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό ἐν + πούς.
Παράγωγα: ἐμποδίζω, ἐμπόδισμα, ἐμποδισμός, ἐμποδιστής, ἐμποδιστικός, ἐμποδιζομένως καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη πούς.