ἔνστημα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνστημα Medium diacritics: ἔνστημα Low diacritics: ένστημα Capitals: ΕΝΣΤΗΜΑ
Transliteration A: énstēma Transliteration B: enstēma Transliteration C: enstima Beta Code: e)/nsthma

English (LSJ)

ἐνστήματος, τό,
A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.
II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.

Spanish (DGE)

ἐνστήματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.

German (Pape)

[Seite 853] τό, das Hindernis, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔνστημα: ἐνστήματος τό препятствие, помеха Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.

Greek Monolingual

ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.