inseguro
Spanish > Greek
ἀγχώμαλος, διχόμητις, ἀφαυρός, ἀγνώς, ἀτερμάτιστος, ἀκαταστάσιος, ἀκατάστατος, ἀπληροφόρητος, ἀνασφαλής, ἀνασφάλιστος, ἀβέβαιος, ἀνεχέγγυος, ἄδηλος, ἀνερμάτιστος, ἀκροσφαλής
ἀγχώμαλος, διχόμητις, ἀφαυρός, ἀγνώς, ἀτερμάτιστος, ἀκαταστάσιος, ἀκατάστατος, ἀπληροφόρητος, ἀνασφαλής, ἀνασφάλιστος, ἀβέβαιος, ἀνεχέγγυος, ἄδηλος, ἀνερμάτιστος, ἀκροσφαλής