ἀγχώμαλος

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχώμᾰλος Medium diacritics: ἀγχώμαλος Low diacritics: αγχώμαλος Capitals: ΑΓΧΩΜΑΛΟΣ
Transliteration A: anchṓmalos Transliteration B: anchōmalos Transliteration C: agchomalos Beta Code: a)gxw/malos

English (LSJ)

ἀγχώμαλον, (ὁμαλός) nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neuter plural as adverb, ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. ἀγχωμάλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.

Spanish (DGE)

-ον
I 1casi igual, equilibrado ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.Caes.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.Herm.12.
2 indeciso, dudoso μάχη Th.4.134, Arr.Fr.Hist.inc.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.BI 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.
3 ret. de argumentos inseguro, débil D.H.Rh.10.4.
II neutro plu. como adv. de victoria dudosa, de manera equilibrada ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.
III adv. -ως equilibradamente, con resultado incierto ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.VH 2.37, cf. App.Praef.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l'indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.

German (Pape)

sehr ähnlich, fast gleich, ἀγχ. ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ Thuc. 3.49 (Plut. Caes. 42); νίκη ἀγχ., unentschiedener Sieg, Thuc. 4.134 (Plut. Oth. 13); ebenso ἀγχώμαλα ἐναυμάχουν Thuc. 7.71, wie Luc. ἀγχώμαλα ἐγένετο αὐτοὶς, Hermot. 12; ἀγχωμάλως ναυμαχεῖν Ver. hist. II.37.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχώμαλος: приблизительно равный, т. е. без перевеса на чьей-л. стороне, с неопределенным исходом (μάχη Thuc., Plut.): ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. голоса их разделились почти поровну.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.

Greek Monotonic

ἀγχώμᾰλος: -ον (ἄγχι, ὁμαλός), σχεδόν ίσος· ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, σε Θουκ.· ἀγχώμαλος μάχη, αμφίρροπη μάχη, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Λατ. aequo Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. ἀγχωμάλως, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἄγχι ὁμαλός
nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Thuc.; ἀγχ. μάχη a doubtful battle, Thuc.: — as adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Thuc. adv. -λως, Luc.

English (Woodhouse)

doubtful in result, evenly contested, of a battle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

pene par, almost equal, 3.49.1,
anceps, doubtful, dangerous, 4.134.1, 7.71.4, (aequo Marte, with even fortunes of war)