intercalar
Spanish > Greek
- intercalary (adjective): ἐμβολιμαῖος, ἐμβολαῖος, ἐμβολῆος, ἐμβόλιμος, ἐπαγόμενος
- intercalary (noun): ἐμβολισμός
- intercalate: ἐμβολιμεύω, ἐμβάλλω, ἐπάγω
- insert: ἐντάσσω, ἐντάττω, ἐνάπτω, ἐγκατατάσσω, ἐγκατατάττω, ἐγκαταχωρίζω, ἐπεμβάλλω
- interject: διαστοιβάζω
- intersperse: ἐνδιασκευάζω, διαλαμβάνω