misdeed

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. and V. ἀδίκημα, τό, ἀδικία, ἡ, P. κακουργία, ἡ, κακούργημα, τό.

sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό, P. ἁμάρτημα, τό.