ἐξαμαρτία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, error, transgression, S.Ant.558, Them. Or.32.362c.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰμαρτία) -ας, ἡ
falta, transgresión ἴση νῷν ἐστιν ἡ 'ξαμαρτία S.Ant.558, cf. E.Fr.472e.34, ἐπὶ τηλικῇδε ἐξαμαρτίᾳ παροξυνθείς Them.Or.32.362c.
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, das Verfehlen, das Vergehen, Soph. Ant. 554.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
erreur, faute.
Étymologie: ἐξαμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμαρτία: ἡ проступок Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμαρτία: ἡ, ἁμάρτημα, παράβασις, Σοφ. Ἀντ. 558, Θεμίστ. 362C.
Greek Monolingual
ἐξαμαρτία, η (Α) εξαμαρτάνω
σφάλμα, παράπτωμα.
Greek Monotonic
ἐξᾰμαρτία: ἡ, λάθος, αμάρτημα, παράβαση, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐξᾰμαρτία, ἡ, [from ἐξᾰμαρτάνω] n
an error, transgression, Soph.