precipitarse
Spanish > Greek
ἐνσκίμπτω, ἐγκαταφέρομαι, ἀποσκιρτάω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἀποσκήπτω, ἐνσκήπτω, εἰσπηδάω, διαΐσσω, διεκθέω, ἐμφέρω, ἀποκυβιστάω, ἐκκρημνίζομαι, ἐξάλλομαι, ἐγκυβιστάω, εἰσχέω
ἐνσκίμπτω, ἐγκαταφέρομαι, ἀποσκιρτάω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἀποσκήπτω, ἐνσκήπτω, εἰσπηδάω, διαΐσσω, διεκθέω, ἐμφέρω, ἀποκυβιστάω, ἐκκρημνίζομαι, ἐξάλλομαι, ἐγκυβιστάω, εἰσχέω