εἰσχέω
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
pour in or into, Hdt.4.2, E.Cyc.389 (s.v.l.):—Med., aor. εἰσεχεάμην Aristid. Or.39 (18).4:—Pass. with Ep. aor. ἐσεχύμην [ῠ], stream in, ἐσσυμένως ἐσέχυντο ἐς πόλιν Il.21.610, cf. Hdt.9.70; ψυχὴν ἔξωθεν οἷον εἰσχυθεῖσαν Plot.5.1.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Il.21.610, Hdt.4.2, E.Cyc.389, Thasos 10.8 (IV a.C.)
• Morfología: [aor. ind. 3a plu. ἐσέχυντο Il.l.c.]
I tr., de líquidos verter λευκὸν ... γάλα E.l.c., ἀμβροσίαν Autoclides 1, c. εἰς y ac. de lugar ἐσχέαντες (τὸ γάλα) ἐς ξύλινα ἀγγήια Hdt.l.c.
II intr. en v. med.-pas.
1 c. suj. de líquidos verterse, desembocar c. εἰς y ac. de lugar τὸ ὕδωρ ... τὸ εἰς τὴν θάλατταν εἰσχεόμενον ref. al Nilo, Aristid.Or.36.32, cf. D.S.1.32.4, Hld.5.17.2
•fig., c. otros suj. no líquidos c. εἰς y ac. de lugar εἰς αὐτὸν ἑστῶτα ψυχὴν ἔξωθεν οἷον ... εἰσχυθεῖσαν Plot.5.1.2, διὰ τῆς ἀκοῆς εἰσεχεῖτο τὰ φοβηρά el terror se vertió a través del oído Gr.Nyss.V.Mos.21.2
•desaguar διῶρυξ εἰς ὃν εἰσχεῖται ὁ κλῆρος PRyl.154.18 (I d.C.).
2 de pers. precipitarse, irrumpir c. constr. de lugar o dat. τῇ δὴ ἐσεχέοντο οἱ Ἕλληνες Hdt.9.70, cf. Aristid.Or.3.247, ἐς πόλιν Il.l.c., κατ' αὐτὰς ... πύλας Il.12.470, ὑπὲρ δὲ τῶν ἐρειφθέντων I.BI 4.20, τοῖς στενωποῖς I.BI 6.404.
German (Pape)
[Seite 747] (s. χέω), eingießen; ἐςχέας γάλα Eur. Cycl. 389. – Med., gew. übertr., hineinströmen, hineinstürzen, ἐςέχυντο ἐς πόλιν Il. 21, 610, vgl. 12, 270, wie ἐςεχέοντο Her. 9, 70.
French (Bailly abrégé)
verser dans;
Moy. εἰσχέομαι se répandre dans.
Étymologie: εἰς, χέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσχέω: ион. и староатт. ἐσχέω
1 вливать, наливать (γάλα Eur. и τὸ γάλα ἐς ἀγγήϊα Her.);
2 med. устремляться, хлынуть (ἐσέχυντο ἐς πόλιν, sc. Τρῶες Hom.; ἐσεχέοντο οἱ Ἓλληνες ἐς τὸ τεῖχος Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω, «χύνω μέσα», ἐπεὰν δὲ ἀμέλξωσι τὸ γάλα, ἐσχέαντες ἐς ξύλινα ἀγγήϊα κοῖλα κτλ. Ἡρόδ. 4. 2· λευκὸν εἰσχέας γάλα Εὐρ. Κύκλ. 389. - Παθ. μετὰ Ἐπ. συγκεκομμένου ἀορ. ἐσεχύμην ῠ, χύνομαι μέσα εἰς, εἰσορμῶ, ἐσσυμένως ἐσέχυντο ἐς πόλιν, ἐν σπουδῇ ἐχύθησαν εἰς τὴν πόλιν Ἰλ. Φ. 610.
Greek Monolingual
εἰσχέω (Α)
1. χύνω μέσα
2. παθ. (για πρόσ.) χύνομαι ορμητικά, ορμώ («ἐσέχυντο πόλιν»)
3. εισέρχομαι.
Greek Monotonic
εἰσχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω μέσα, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ. με Επικ. συγκοπτ. αόρ. βʹ ἐσεχύμην [ῠ], ξεχύνομαι, ἐσέχυντο ἐς πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. -χεῶ
to pour in or into, Hdt., Eur.:— Pass. with epic syncop. aor2 ἐσεχύμην [ῠ], to stream in, ἐσέχυντο ἐς πόλιν Il.