P. and V. νέμειν (rare P.), V. νωμᾶν, ἀμφέπειν, πορσύνειν.
manage: P. and V. οἰκεῖν, Ar. and P. μεταχειρίζεσθαι, διοικεῖν, P. διαχειρίζειν; see manage.
wield the sceptre: V. σκῆπτρον φορεῖν.