Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Man is a dream of a shadow
βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια.ΠΑΡ. αγνάντεμα].