οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ἀλειφόβιος, -ον (Α)
1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση του επαγγέλματος του αλείπτη
2. φτωχός, κακομοιριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω + βίος.