ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
αἰολόδακρυς (-υ) (Α)αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + δάκρυ].