αναμορφωτήριος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριο
ίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ. Μαυρογένη).