αναγνωστεύω

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

αναγνώστης
1. είμαι ή γίνομαι αναγνώστης στην εκκλησία
2. διδάσκομαι γραφή και ανάγνωση, μαθαίνω τα στοιχειώδη γράμματα.