αλυσοδεμένος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
-η, -ο
(μετοχή παθητικού παρακειμένου του αλυσοδένω)
και μτφ. ο δεμένος με αλυσίδες, δέσμιος, φυλακισμένος.