ανοιδώ

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

ἀνοιδῶ (-έω) (Α)
1. εξογκώνομαι, φουσκώνω
«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα)
2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδώ (-έω) «εξογκώνομαι, φουσκώνω».
ΠΑΡ. ανοίδησις].