ανεκτικός

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνεκτικός, -ή, -όν) ανέχω
ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός.