ανθόσπαρτος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ανθοσπαρμένος, γεμάτος άνθη
2. μτφ. γεμάτος ευτυχία, ευτυχισμένος, ολόχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοσπέρνω. Η λ. απαντά από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα].
-η, -ο
1. ανθοσπαρμένος, γεμάτος άνθη
2. μτφ. γεμάτος ευτυχία, ευτυχισμένος, ολόχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοσπέρνω. Η λ. απαντά από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα].