ολόχαρος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

-η, -ο
γεμάτος χαρά, περιχαρής.
επίρρ...
ολόχαρα
με μεγάλη χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + -χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρόχαρος].