αναβλάστηση
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Greek Monolingual
η (Α ἀναβλάστησις)
ἀναβλαστάνω
βλάστηση, εκβλάστηση
νεοελλ.
η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα.
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
η (Α ἀναβλάστησις)
ἀναβλαστάνω
βλάστηση, εκβλάστηση
νεοελλ.
η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα.