αναβλάστηση

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η (Α ἀναβλάστησις)
ἀναβλαστάνω
βλάστηση, εκβλάστηση
νεοελλ.
η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα.