αναβλάστηση
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
η (Α ἀναβλάστησις)
ἀναβλαστάνω
βλάστηση, εκβλάστηση
νεοελλ.
η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα.