ανάγλυκος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος
2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός
3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκός.
ΠΑΡ. αναγλυκώνω].