Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
ἀπηρής, -ές κ. ἄπηρος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πηρός «σακάτης»].