αποποιούμαι
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(AM ἀποποιοῡμαι, -έομαι)
1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω
2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι
3. δεν δέχομαι κάτι.