Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπειμι

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.———————— (II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.