αμερόληπτος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μεροληπτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ, αμεροληψία].
-η, -ο
αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μεροληπτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ, αμεροληψία].