αριστούχος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

-ο (θηλ. και -χα)
αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ούχος (β' συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω
πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].