τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
ἁρματομαχῶ (-έω) (Μ)μάχομαι από το άρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -μαχώ (-έω) < -μαχος (< μάχομαι)].