ασβολοποιός
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
ἀσβολοποιός, -όν (Μ)
αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + -ποιός < ποιώ].