τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἀσβολοποιός, -όν (Μ)αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + -ποιός < ποιώ].