ασβολοποιός

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ἀσβολοποιός, -όν (Μ)
αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + -ποιός < ποιώ].