ἀσβολοποιός
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἀσβολοποιόν, turning into soot, Eust.1949.36.
Spanish (DGE)
-όν que convierte en hollín κεραυνός Eust.1949.38.
German (Pape)
[Seite 369] Ruß machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσβολοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγων ἀσβόλην, Εὐστ. 1949. 36.
Greek Monolingual
ἀσβολοποιός, -όν (Μ)
αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + -ποιός < ποιώ].