ανοιγοσφαλώ
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
Greek Monolingual
(κ. -σφαλνώ κ. -σφαλίζω)
ανοιγοκλείνω συνέχεια
(«κ’ έκανε όλες τσοί καρδίες, οπού τον αγροικούσα και ανοιγοσφαλίζασι τα φύλλα κ’ επονούσα»
Κορνάρου, Ερωτόκριτος).