ανοιγοσφαλώ
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
(κ. -σφαλνώ κ. -σφαλίζω)
ανοιγοκλείνω συνέχεια
(«κ’ έκανε όλες τσοί καρδίες, οπού τον αγροικούσα και ανοιγοσφαλίζασι τα φύλλα κ’ επονούσα»
Κορνάρου, Ερωτόκριτος).