ανοιγοσφαλώ
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Greek Monolingual
(κ. -σφαλνώ κ. -σφαλίζω)
ανοιγοκλείνω συνέχεια
(«κ’ έκανε όλες τσοί καρδίες, οπού τον αγροικούσα και ανοιγοσφαλίζασι τα φύλλα κ’ επονούσα»
Κορνάρου, Ερωτόκριτος).