ανοιγοσφαλώ

From LSJ

Greek Monolingual

(κ. -σφαλνώ κ. -σφαλίζω)
ανοιγοκλείνω συνέχεια
(«κ’ έκανε όλες τσοί καρδίες, οπού τον αγροικούσα και ανοιγοσφαλίζασι τα φύλλα κ’ επονούσα»
Κορνάρου, Ερωτόκριτος).