οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(κ. ανοιγοκλειώ)
1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια
2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά
3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» — πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού.