ανοιγοκλείνω

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

(κ. ανοιγοκλειώ)
1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια
2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά
3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» — πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού.