κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(κ. ανοιγοκλειώ)
1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια
2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά
3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» — πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού.