ανισοβύθιστος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο βυθισμένος άνισα
2. (για πλοία) αυτός που δεν έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη και στην πρύμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].