Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανισοβύθιστος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. ο βυθισμένος άνισα 2. (για πλοία) αυτός που δεν έχει το ίδιο βύθισμα στην πλώρη και στην πρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ.<άνισος+βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].