βύθισμα

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

το
1. η βύθιση
2. το μέρος του πλοίου από την ίσαλο γραμμή ώς την τρόπιδα, την καρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο].