αντιφάρμακο
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
το (Α ἀντιφάρμακον)
φάρμακο για την εξουδετέρωση δηλητηρίου, αντίδοτο
νεοελλ.
αυτό που μπορεί να εξουδετερώσει κάποιο κακό.