αντιφάρμακο

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το (Α ἀντιφάρμακον)
φάρμακο για την εξουδετέρωση δηλητηρίου, αντίδοτο
νεοελλ.
αυτό που μπορεί να εξουδετερώσει κάποιο κακό.