Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(Α ἀν-) στερ. μόρφημα (άνεργος, αναίτιος, ανίδεος κ. τ. ό)βλ. Α, α (το α ως πρόθεμα, 1. στερητικό).