άνεργος

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνεργος, -ον) έργον
αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά
αρχ.
1. απραγματοποίητος
ανεκτέλεστος
2. ακατέργαστος, αδούλευτος
3. αδρανής, οκνηρός
4. φρ. «έργα άνεργα» — ολέθρια έργα.