άνεργος

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνεργος, -ον) έργον
αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά
αρχ.
1. απραγματοποίητος
ανεκτέλεστος
2. ακατέργαστος, αδούλευτος
3. αδρανής, οκνηρός
4. φρ. «έργα άνεργα» — ολέθρια έργα.