αν-
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek Monolingual
(Α ἀν-) στερ. μόρφημα (άνεργος, αναίτιος, ανίδεος κ. τ. ό)
βλ. Α, α (το α ως πρόθεμα, 1. στερητικό).
Russian (Dvoretsky)
(ᾰ) отриц. приставка (ἀ privativum) перед начальной гласной не- (ἀναμφίλογος несомненный), без- (ἀναίσχυντος бесстыдный).