ανακρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.